γερομπασμένος

γερομπασμένος
-η, -ο
αυτός που έχει γεροντική όψη: Συζεί μ’ ένα γερομπασμένο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γεροντομπασμένος — η, ο ο γερομπασμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”